- πλανιάρισμα
- το, Ν [πλανιάρω]το πλάνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλανιάρισμα — το, ατος βλ. πλάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροκάνισμα — το / ῥυκάνισμα, ΝΜΑ, και ρουκάνισμα Ν [ῥυκανίζω / ροκανίζω] το αποτέλεσμα του ροκανίζω, η λείανση ξύλου με ροκάνι, το πλανιάρισμα νεοελλ. 1. θορυβώδης μάσηση 2. συν. στον πληθ. τα ροκανίσματα και ρυκανίσματα τα ροκανίδια 3. φρ. «το ροκάνισμα τού… … Dictionary of Greek
πλάνισμα — το, ατος πλανιάρισμα, ροκάνισμα: Το πλάνισμα θέλει προσοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)